ετερώνυμος

ετερώνυμος
-η, -ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά
νεοελλ.
1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα
2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό
3. μαθημ. φρ. «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή
4. (ηλεκτρ.) φρ. «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται μαζί.
επίρρ...
ετερωνύμως (ΑΜ ἑτερωνύμως)
με άλλο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ωνυμος (< όνυμα, διαλεκτ. τ. τού όνομα), με λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. αν-ώνυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἑτερώνυμος — with different designation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό όνομα (αντίθ. ομώνυμος). 2. (μαθημ.), «ετερώνυμα κλάσματα», κλάσματα που έχουν διαφορετικούς παρονομαστές (αντίθ. ομώνυμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτερωνύμως — ἑτερώνυμος with different designation adverbial ἑτερώνυμος with different designation masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερώνυμον — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem acc sg ἑτερώνυμος with different designation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμου — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμους — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμων — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμῳ — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερώνυμα — ἑτερώνυμος with different designation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερώνυμοι — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”